- ενορώ
- (AM ἐνορῶ, -άωΑ και ιων. τ. ένορέω) [ορώ]διαβλέπω, προβλέπω ότι θα επέλθει κάτι («ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην» — διέβλεπε, διαισθανόταν ότι η εκδίκηση θα επέλθει, Ηρόδ.)νεοελλ.1. βλέπω, αντιλαμβάνομαι κάτι με την ενόραση2. βλέπω κάποιο θέμα στο βάθος του, όχι επιπόλαιααρχ.1. επισημαίνω, παρατηρώ κάτι στην έκφραση προσώπου, σε παράταξη στρατιωτών, σε χώρο κ.λπ.2. κοιτάζω σταθερά, ατενίζω.
Dictionary of Greek. 2013.